Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός: Ο ένας έχει ό,τι λείπει από τον άλλον
Καθώς η EuroLeague ετοιμάζεται να κάνει τζάμπολ, η προσμονή στην Ελλάδα βρίσκεται στο αποκορύφωμα. Για τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό, τις δύο υπερδυνάμεις του ελληνικού μπάσκετ, η νέα σεζόν υπόσχεται να είναι από τις πιο μεγάλες, απαιτητικές και ανταγωνιστικές στην ιστορία. Και οι δύο σύλλογοι ξόδεψαν επιθετικά στη μεταγραφική περίοδο, ενισχύοντας τα ρόστερ τους με «ηχηρές» προσθήκες προκειμένου να διασφαλίσουν ότι θα παραμείνουν μεταξύ των φαβορί για την ευρωπαϊκή δόξα. Με το Final Four της EuroLeague προγραμματισμένο για τον Μάιο στο ΟΑΚΑ, το διακύβευμα είναι ακόμη υψηλότερο: η κατάκτηση του τροπαίου στην έδρα τους θα αποτελούσε στέψη.
Ωστόσο, όπως συχνά συμβαίνει με τις μεγάλες ομάδες, τα πλεονεκτήματα συνοδεύονται από αδυναμίες. Αυτό που κάνει την κατάσταση συναρπαστική είναι ότι οι εμφανείς ελλείψεις της μιας πλευράς ταιριάζουν σχεδόν τέλεια με τα πλεονεκτήματα της άλλης. Ο Ολυμπιακός διαθέτει βάθος στην άμυνα αλλά δυσκολεύεται στη δημιουργία και στη συνέπεια στην περιφέρεια. Ο Παναθηναϊκός, αντίθετα, έχει συγκροτήσει μια από τις πιο ταλαντούχες επιθετικές γραμμές της Ευρώπης, αλλά εγείρονται ερωτήματα για την ικανότητά του να αμύνεται στο υψηλότερο επίπεδο.
Με άλλα λόγια, ο Παναθηναϊκός μοιάζει να έχει ό,τι λείπει από τον Ολυμπιακό, και ο Ολυμπιακός κατέχει αυτό που ο Παναθηναϊκός θα ήθελε να έχει.
Ολυμπιακός: Υπό το μικροσκόπιο η περιφερειακή γραμμή
Για τον Ολυμπιακό, η περσινή σεζόν έκλεισε με σαφή διάγνωση των αδυναμιών του. Οι «ερυθρόλευκοι» χρειάζονταν ανανέωση του ρόστερ με αθλητικότητα και ενέργεια, αλλά και έναν αξιόπιστο, κορυφαίο γκαρντ ικανό να οργανώνει το παιχνίδι και να αναλαμβάνει την ευθύνη στις κρίσιμες στιγμές.
Η πρώτη ανάγκη καλύφθηκε εντυπωσιακά. Οι καλοκαιρινές προσθήκες των Τάισον Γουόρντ, Χαβιέ Κουκς Χολ και πιο πρόσφατα του Φρανκ Ντιλικίνα έδωσαν στην ομάδα ταχύτητα, δύναμη και πολυμορφικότητα. Αυτές οι κινήσεις ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε ο Γιώργος Μπαρτζώκας: παίκτες δυναμικοί, ικανοί να αμυνθούν σε πολλές θέσεις, να φέρουν ένταση σε άμυνα και επίθεση, και να διασφαλίσουν ότι η ομάδα θα αντέξει στις σωματικές απαιτήσεις ενός εξαντλητικού προγράμματος. Σε αυτόν τον τομέα, ο Ολυμπιακός έχει ανεβάσει το ταβάνι του.
Ωστόσο, η δεύτερη και πιο κρίσιμη ανάγκη – η εύρεση ενός αξιόπιστου «εγκεφάλου» – παραμένει άλυτη. Ο Μπαρτζώκας εμπιστεύθηκε τον Κίναν Έβανς, ένα ρίσκο που μέχρι στιγμής δεν έχει αποδώσει. Ο Έβανς, ταλαντούχος γκαρντ με αποδεδειγμένες ικανότητες στο σκοράρισμα και στη δημιουργία, έχει ταλαιπωρηθεί από τραυματισμούς, μένοντας εκτός δράσης για πάνω από 18 μήνες. Αν και επέστρεψε στις προπονήσεις και είναι σωματικά έτοιμος, του λείπουν ρυθμός, αυτοπεποίθηση και εκρηκτικότητα.
Αυτή η πραγματικότητα ανάγκασε τον Ολυμπιακό να αναθεωρήσει τη γραμμή των γκαρντ. Ο Ντιλικίνα, αν και σημαντική προσθήκη αμυντικά, δεν είναι παίκτης που μπορεί να δημιουργήσει μόνος του ή να κυριαρχήσει σε καταστάσεις ένας εναντίον ενός. Η δύναμή του βρίσκεται στην ομαδικότητα και την πίεση στην μπάλα. Αντίστοιχα, ο Τόμας Γουόκαπ, παρότι εξαιρετικός οργανωτής και αμυντικός, δεν είναι σκόρερ υψηλού όγκου ούτε δημιουργός που θα πάρει πάνω του κρίσιμες φάσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Ολυμπιακός έχει δύο γκαρντ με παρόμοιο προφίλ – σταθεροί, αμυντικογενείς, προσανατολισμένοι στο σύστημα – αλλά χωρίς έναν αληθινό δημιουργό.
Αυτό έχει οδηγήσει σε αμήχανες καταστάσεις τους υπόλοιπους της περιφέρειας. Ο Αϊζάια Κάναν, ένας από τους καλύτερους σουτέρ της Ευρώπης, παραμένει υποαξιοποιημένος. Ο Σακ ΜακΚίσικ, εκρηκτικός διεισδυτής, έχει περιοριστεί σε περιστασιακά λεπτά. Ο Νάιτζελ Ουίλιαμς-Γκος, που νιώθει πιο άνετα ως σούτινγκ γκαρντ, αναγκάζεται συχνά να παίξει πλέι μέικερ, με αστάθεια στα αποτελέσματά του.
Το συμπέρασμα είναι ένα ρόστερ γεμάτο αμυντικές αρετές αλλά χωρίς τον «go-to» δημιουργό που θα λύσει τα χέρια στις κλειστές μάχες. Για τον Μπαρτζώκα, η πρόκληση είναι ξεκάθαρη: μέχρι να ξαναβρεί ο Έβανς τη φόρμα του, ο Ολυμπιακός θα παραμένει ευάλωτος στο επιθετικό κομμάτι.
Παναθηναϊκός: Επιθετικός οδοστρωτήρας με αμυντικά κενά
Στην άλλη πλευρά της Αθήνας, ο Παναθηναϊκός ήταν ο μεγάλος νικητής της καλοκαιρινής μεταγραφικής περιόδου. Παρότι δεν κατάφερε να αποκτήσει τον Γιόνας Βαλαντσιούνας, οι «πράσινοι» έκαναν μια σειρά από εύστοχες κινήσεις που ανέβασαν το ρόστερ τους σε ένα από τα πιο ταλαντούχα της EuroLeague.
Η προσθήκη του Τι Τζέι Σορτς ήταν ίσως η πιο καθοριστική. Δυναμικός πλέι μέικερ με εξαιρετική ταχύτητα, δίνει στον Εργκίν Αταμάν έναν ακόμη κορυφαίο δημιουργό, μειώνοντας την εξάρτηση από τον Κέντρικ Ναν και τον Κώστα Σλούκα. Στη ρακέτα, ο Ντι Τζέι Χολμς ήρθε να πλαισιώσει τον Ματίας Λεσόρ, δίνοντας στον Γάλλο σέντερ τον απαιτούμενο χρόνο ξεκούρασης μετά από ένα απαιτητικό καλοκαίρι. Οι Νίκος Ρογκαβόπουλος και Βασίλης Τολιόπουλος ενίσχυσαν τον ελληνικό κορμό, προσθέτοντας βάθος στο σουτ και ισορροπία στο rotation. Με τον Μάριους Γκριγκόνις να επιστρέφει από τραυματισμό, ο Παναθηναϊκός απέκτησε ουσιαστικά ακόμη μία ποιοτική περιφερειακή λύση χωρίς να ξοδέψει ξανά.
Στα χαρτιά, το ρόστερ μοιάζει πανίσχυρο. Οι επιθετικές επιλογές είναι άφθονες: η εμπειρία του Σλούκα, το σκοράρισμα του Ναν, η δημιουργία του Σορτς και το σουτ του Γκριγκόνις συγκροτούν μια από τις πιο εκρηκτικές περιφέρειες της διοργάνωσης. Σε συνδυασμό με τη βάθος και την ευελιξία στη ρακέτα, οι «πράσινοι» έχουν μια ομάδα που μπορεί να «πνίξει» επιθετικά οποιονδήποτε αντίπαλο.
Ωστόσο, κάτω από την επιφάνεια, τα αμυντικά ερωτήματα είναι έντονα.
Ο Σορτς, παρά τη λάμψη του στην επίθεση, είναι κοντός και γίνεται συχνά στόχος από πιο ψηλούς ή πιο σκληρούς γκαρντ. Ο Ναν, αν και εκρηκτικός μπροστά, δεν έχει δείξει συνέπεια στο να δίνει την ίδια ενέργεια και πίσω. Ο Σλούκας, στα 35 του και μετά το EuroBasket, δεν μπορεί πλέον να αναλάβει βαριά αμυντικά καθήκοντα. Ο Ρογκαβόπουλος και ο Τολιόπουλος, αν και υποσχόμενοι επιθετικά, δεν φημίζονται για την αμυντική τους συμβολή. Ο Χολμς, παρότι αθλητικός, χρειάζεται χρόνο για να προσαρμοστεί στο σύστημα του Αταμάν και στις απαιτήσεις της EuroLeague.
Υπάρχουν βέβαια και δυνατοί αμυντικοί πυλώνες. Ο Τζέριεν Γκραντ παραμένει πολυδιάστατος αμυντικός, ο Χουάντσο Ερνανγκόμεθ προσφέρει μέγεθος και μήκος, ο Παναγιώτης Καλαϊτζάκης φέρνει ενέργεια στην περιφέρεια, ενώ ο Λεσόρ, όταν είναι πλήρως έτοιμος, είναι από τους κορυφαίους αμυντικούς σέντερ στην Ευρώπη. Ωστόσο, κανένας μόνος του δεν μπορεί να καλύψει τις δομικές αδυναμίες μιας περιφέρειας που γέρνει εμφανώς προς την επίθεση.
Ο Αταμάν βρίσκεται έτσι σε δύσκολη θέση. Για να μεγιστοποιήσει το ταλέντο της ομάδας του, πρέπει να βρει πεντάδες που να ισορροπούν σκοράρισμα και άμυνα, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει θυσίες σε επιθετικά «όπλα». Με την προετοιμασία να έχει επηρεαστεί από τραυματισμούς, ασθένειες και τις υποχρεώσεις σε εθνικές ομάδες, ο Παναθηναϊκός δεν έχει ακόμη βρει τις ιδανικές του συνθέσεις.
Μια ιστορία αντιθέσεων
Συγκρίνοντας τους δύο αιώνιους αντιπάλους δίπλα-δίπλα, η συμμετρία των πλεονεκτημάτων και αδυναμιών τους είναι εντυπωσιακή. Ο Ολυμπιακός έχει βάθος, σκληράδα και ευελιξία στην άμυνα, αλλά του λείπει ο δημιουργικός γκαρντ. Ο Παναθηναϊκός, από την άλλη, έχει μια ελίτ επίθεση γεμάτη δημιουργούς και σκόρερ, αλλά παραμένει εκτεθειμένος στην άμυνα, ιδιαίτερα στην περιφέρεια.
Είναι σαν ο καθένας να κρατά το κομμάτι που λείπει από το παζλ του άλλου. Αν ο Μπαρτζώκας είχε στη διάθεσή του έναν παίκτη σαν τον Σορτς, οι επιθετικές ανησυχίες του Ολυμπιακού θα εξαφανίζονταν. Αντίθετα, αν ο Αταμάν είχε έναν αμυντικό σαν τον Γουόρντ ή τον Ντιλικίνα, θα έλυνε πολλά από τα προβλήματα του Παναθηναϊκού.
Φυσικά, η ιδέα ανταλλαγής μεταξύ τους είναι αδιανόητη. Η κόντρα είναι πολύ σκληρή για κάτι τέτοιο. Αλλά η υπόθεση αναδεικνύει την ουσία: οι αδυναμίες της μιας ομάδας καθρεφτίζουν τα δυνατά σημεία της άλλης.
Το βλέμμα στο μέλλον
Καθώς η σεζόν ξεκινά, Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν κατά μέτωπο αυτές τις προκλήσεις. Αν ο Έβανς δεν βρει ξανά τον εαυτό του, ο Ολυμπιακός ίσως χρειαστεί νέα προσθήκη στην περιφέρεια. Με δεδομένες τις φιλοδοξίες τίτλου, η εξάρτηση από μια ελλιπή γραμμή μπορεί να αποβεί μοιραία. Για τον Παναθηναϊκό, το αμυντικό ζήτημα δεν θα εξαφανιστεί από μόνο του. Ο Αταμάν θα χρειαστεί τολμηρές αποφάσεις, ίσως δίνοντας προτεραιότητα σε πιο αμυντικά σχήματα στα κρίσιμα ματς, ακόμη κι αν αυτό περιορίζει τη λάμψη της επίθεσης.
Τελικά, η EuroLeague είναι διοργάνωση λεπτών ισορροπιών. Σε μια σεζόν που προβλέπεται η πιο απαιτητική της μνήμης, η διαφορά μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας θα κριθεί στο κατά πόσο οι δύο «αιώνιοι» θα λύσουν τα καίρια προβλήματά τους πριν από τα νοκ-άουτ.
Ένα είναι βέβαιο: η αιώνια κόντρα παραμένει πιο ζωντανή από ποτέ. Παναθηναϊκός και Ολυμπιακός έχουν τοποθετηθεί ως πραγματικοί διεκδικητές, και οι αντίθετες προσεγγίσεις τους εγγυώνται ότι οι φετινές μάχες θα είναι συναρπαστικές. Καθώς ο Μάιος πλησιάζει και το Final Four διαγράφεται στον ορίζοντα, η Αθήνα μπορεί ξανά να βρεθεί στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού μπασκετικού δράματος.